ἔλεγχος

ἔλεγχος
ἔλεγχος (A), εος, τό,
A reproach, disgrace, dishonour,

δὴ γὰρ ἔλεγχος ἔσσεται εἴ κεν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ Il.11.314

;

ἡμῖν δ' ἂν ἐλέγχεα ταῦτα γένοιτο Od.21.329

, cf. Pi.N.3.15; of men, the abstr. being put for the concrete, κάκ' ἐλέγχεα base reproaches to your name, Il.5.787, al., Hes. Th.26; ἐλέγχεα alone, Il.24.260.
------------------------------------
ἔλεγχος (B), ,
A argument of disproof or refutation, πολύδηρις ἔ. Parm. 1.36, cf. Pl.Phdr.276a;

ὁ ἔ. συναγωγὴ τῶν ἀντικειμένων ἐστίν Arist.Rh. 1410a22

, cf. 1396b26;

ἔ. δὲ συλλογισμὸς μετ' ἀντιφάσεως τοῦ συμπεράσματος Id.SE165a2

, cf.APr.66b11; ἐλέγχου ἄγνοια, ignoratio elenchi, Id.SE168a18;

ὅταν ὑπὸ τῶν ἐ. πιέζωνται Phld.D.3.8

.
II generally, cross-examining, testing, scrutiny, esp. for purposes of refutation, οὐκ ἔχει ἔλεγχον does not admit of disproof, Hdt.2.23; τῶνδ' ἔλεγχον, abs., as a test of this, S.OT603;

τὰ ψευδῆ ἔλεγχον ἔχει Th.3.53

; ἔ. παραδοῦναί τινι to give him an opportunity of refuting, Pl.Phdr.273c; δόμεν τι βασάνῳ ἐς ἔ. to submit it to scrutiny, Pi.N.8.21; χρυσὸς νόθου ἀρετῆς ἔ. Com.Adesp.195; ἀρετῆς ἔ. δοῦναι a proof or test of it, And.1.150; ἔ. διδόναι τοῦ βίου to give an account of one's life, Pl.Ap.39c;

οἱ ἔ. περὶ ὀρφανῶν Is.4.22

;

τὸ πρᾶγμα τὸν ἔ. δώσει D.4.15

; ἔ. ποιεῖν τινός to test it, Ar.Ra.786;

ἔ. ποιήσασθαι τῶν πεπραγμένων Antipho 1.7

; ἔ. λαβεῖν τινός make trial of it, ib.12; ἐλέγχους ἀποδέχεσθαι to admit tests, Lys.19.6; ἐλέγχους προσφέρειν to allege them, Ar.Lys.484; διάπειρα βροτῶν ἔ. Pi.O.4.20;

οὐδὲ ἔ. παρασχὼν οὐδὲ βάσανον Antipho 2.4.7

;

ἔ. διδόναι And.2.4

; εἰς ἔ. πεσεῖν to be convicted, E.Hipp.1310, cf. HF 73; δεικνυμένων ἐ. Id.Heracl.905 (lyr.);

οὔτ' εἰς ἔ. χειρὸς οὐδ' ἔργου μολών S.OC1297

; εἰς ἔ. ἐξιέναι to proceed to the proof, put to the test, Id.Ph.98; or, to be put to the proof, Id.Fr.105;

ἐξελθεῖν E.Alc.640

;

εἰς ἔ. ἰέναι περί τινος Pl.Phdr.278c

;

εἰς ἔ. ἔρχεσθαί τινος Philem.93.3

;

καταστῆναι εἰς ἔ. καὶ λόγον Isoc.12.150

;

ἔ. φεύγειν Antipho 5.38

; οἱ περὶ Παυσανίαν ἔ. the evidence on which he was convicted, Th.1.135;

πίστις πραγμάτων ἔ. οὐ βλεπομένων Ep.Hebr.11.1

.
III Ἔλεγχος personified, Men.545, Luc.Pseudol.4.
b applied to Conscience,

τὸ συνειδὸς ἔ. ἀδέκαστος Ph.1.236

; ἔ. κατάλογον ποιεῖται τῶν ἁμαρτημάτων [τῆς ψυχῆς] ib.291.
IV catalogue, inventory, Gloss., Suet. Gramm.8 (pl.).
V drop-pearl, Plin.HN9.113, Juv.6.459.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔλεγχος — 1 reproach neut nom/voc/acc sg ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — ο 1. η έρευνα για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητα κτλ. πράγματος, η εξακρίβωση: Έλεγχος πιστοποιητικών. – Έλεγχος μηχανών. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), κριτική ανάλυση για ανεύρεση των τρωτών σημείων. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως — Contre les hérésies  Pour l œuvre d Épiphane de Salamine, voir Panarion. Dénonciation et réfutation de la gnose au nom menteur (en grec ancien : ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), connu sous le nom de Contre les hérésies (en… …   Wikipédia en Français

  • διοικητικός έλεγχος — Οι πράξεις της διοικητικής εξουσίας, εκτός από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, υπόκεινται και σε ένδικο έλεγχο, που ασκείται από τα δικαστήρια και αφορά τη νομιμότητά τους και την τήρηση των προϋποθέσεων που τις διέπουν. Ο έλεγχος αυτός είναι το… …   Dictionary of Greek

  • ἐλέγχει — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg (epic ionic) ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg ἐλέγχω disgrace pres ind mp 2nd sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχη — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχους — ἔλεγχος 1 reproach neut gen sg (attic epic doric) ἔλεγχος 2 argument of disproof masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχω — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom/voc/acc dual ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg (doric aeolic) ἐλέγχω disgrace pres subj act 1st sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγχέεσσιν — ἔλεγχος 1 reproach neut dat pl (epic) ἐλεγχής worthy of reproof masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχεα — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”